ανθήρας — Το επάνω μέρος του στήμονα, αρκετά διαφοροποιημένο από το νήμα που τον υποβαστάζει, εκτός αν πρόκειται για άμισχους α. Οι α. έχουν διάφορα σχήματα και χρώματα, αλλά κυρίως είναι κίτρινοι, υπόλευκοι ή γκρίζοι, ανάλογα με το είδος στο οποίο… … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροσποριάγγειο — το βοτ. όργανο διαφόρων φυκών και κρυπτόγαμων τραχειοφύτων μέσα στο οποίο παράγονται τα μικροσπόρια … Dictionary of Greek
μικροσποριοκύτταρο — το βοτ. κύτταρο το οποίο με μειωτική διαίρεση δίνει τέσσερα απλοειδή κύτταρα που αναπτύσσονται σε μικροσπόρια … Dictionary of Greek
πτεριδόφυτα — Oνομάζονται και κρυπτόγαμα κορμόφυτα και υπάγονται στο άθροισμα των αρχεγονιατών. Είναι τα πλέον εξελιγμένα κρυπτόγαμα αφού ως φυτά έχουν βλαστό, πραγματικές ρίζες, φύλλα και αγγεία. Κατά τις περασμένες γεωλογικές περιόδους ήταν περισσότερο… … Dictionary of Greek
τάπητας — Στρώμα κυττάρων στα σποριάγγεια των περισσότερων ανώτερων φυτών. Είναι πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες. Προκύπτει από το αρχεσπόριο ή είναι εσωτερικό στρώμα του τοιχώματος του σποριάγγειου ή του μικροσποριάγγειου. Οι ουσίες των κυττάρων του τ.… … Dictionary of Greek
λυκοποδιώδη — (lycopodiinae). Kλάση πτεριδοφύτων που περιλαμβάνει ισόσπορα και ετερόσπορα είδη που διακρίνονται σε τέσσερις τάξεις. Τα φυτά αυτά έχουν πραγματικές ρίζες, πραγματικό βλαστό και πολύ μικρά φύλλα που μοιάζουν με εκείνα των βρύων. Μερικά από τα… … Dictionary of Greek
σελαγινέλλα — (sellaginella). Μοναδικό γένος της οικογένειας των Σελαγινελλοειδών, της οποίας είναι γνωστά 500 600 είδη, κατά μεγάλο μέρος των θερμών και υγρών δασών της τροπικής ζώνης. Περιλαμβάνουν όμως και μερικά είδη των σκιερών αλλά υγρών τόπων του… … Dictionary of Greek